γερμανοφιλία

γερμανοφιλία
η германофилия, любовь к немцам и ко всему немецкому

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γερμανοφιλία" в других словарях:

  • γερμανοφιλία — η η ιδιότητα τού γερμανόφιλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμανόφιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • γερμανοφιλία — η η αγάπη και η υποστήριξη προς τη Γερμανία και τους Γερμανούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»